Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Αστικός Μύθος


Δυο χρόνια πριν. Πρωί. Τηλέφωνο. Άγριο ξύπνημα. Άγριο ξύπνημα μετά από άγρια νύχτα. Πρωί. Στόμα παντόφλα. Γεύση τεκίλα. Γεύση Τζιν. Γεύση πορτοκάλι. Δίψα. Κεφάλι κοτρόνι και στομάχι λούνα παρκ. Σκατά. Τηλέφωνο. Ο Μίλτος ταραγμένος. Ο Παύλος στο νοσοκομείο. Η αστυνομία μας καλεί για κατάθεση. Ακατανόητο. Άγριο ξύπνημα. Άδικο ξύπνημα. Τι κάνει ο Παύλος στο νοσοκομείο. Ερωτηματικό. Ανήμπορο να μπει με τέτοιο κεφάλι. Τι μας θέλει η αστυνομία. Ερωτηματικό. Για τον ίδιο λόγο. Σκατά.

Δεν θα υπήρχε, κάτω από άλλες συνθήκες, περίπτωση να θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ήταν μια περίοδος που δεν θέλω να θυμάμαι παρά μονάχα για να παίρνω κουράγιο. Χρωστούσα ήδη δυο ενοίκια για την ημιυπόγεια γκαρσονιέρα που νοίκιαζα στην Κάσσανδρου. Η σκέψη να την εγκαταλείψω για κάποια αξιοπρεπή κατοικία έμοιαζε μπονβιβερική δεδομένων των εσόδων που μου απέφερε η εργασία μου ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων. Δεν ξέρω αν έχετε κάποια εμπειρία από αυτήν την δουλειά. Το πιθανότερο είναι πως η μοναδική σας επαφή με αυτό το επάγγελμα να είναι όταν γαμοσταυρίζεται τον διανομέα σαν να είναι αυτός υπεύθυνος που αγνόησε την απαγόρευση εισόδου που αργόσχολοι νοικοκυρέοι έχουν βάλει για την αφεντιά του στις εισόδους πολυκατοικιών και όχι το αφεντικό του που του επέβαλε να την αγνοήσει. Είναι πιθανόν να μην φαντάζεστε την ψυχολογική κατάσταση ενός ανθρώπου που αναγκάζεται καθημερινά να ανεβοκατεβαίνει σκαλοπάτια πολυκατοικιών σκύβοντας σε κάθε πόρτα και ακούγοντας χριστοπαναγίες από τον κάθε ζοχαδιασμένο ένοικο. Και όλα αυτά για τρία ευρώ την ώρα, χωρίς ένσημα, υπό το γλοιώδες βλέμμα κάποιου επόπτη που σχολιάζει δυσμενώς την έλλειψη όρεξης για δουλειά. Όλα αυτά ενώ είσαι αναγκασμένος να υφίστασαι κάποιον άτυπο ανταγωνισμό από συναδέλφους που για κάποιον σχεδόν μεταφυσικό λόγο έχουν πάρει στα σοβαρά αυτήν την δουλειά. Και για κάποιον εντελώς μεταφυσικό λόγο όλοι τους μοιάζουν να το έχουν σκάσει από κάποιο πλατό της Αννίτας Πάνια. Πολλαπλοί μικροί βιασμοί.

Δεν υπήρχε κανένας λόγος λοιπόν να θέλω να θυμάμαι εκείνη την μέρα. Το μόνο που ήθελα ήταν να πιω. Το ξέρω πως το αλκοόλ σίγουρα δεν είναι η λύση. Ακόμα πιο σίγουρα όμως το προτιμώ από τα ψυχοφάρμακα. Στις οκτώ το βράδυ είχα σχολάσει. Ήθελα να πιω. Έπρεπε να πιω. Όφειλα να πιω. Ήθελα απλά να πιω όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Παύλος. Ένας παλιός συμμαθητής, με τον οποίο, παρότι οι δρόμοι μας είχανε χωρίσει, κρατούσαμε μια κάποια επαφή. Χριστούγεννα, Πάσχα, γενέθλια, γάμοι, κηδείες και τα πρώτα σαββατοκύριακα του Ιουνίου για κανένα μπάνιο στην Χαλκιδική ήταν κάποιες από τις ευκαιρίες να συναντηθούμε παλιοί συμμαθητές. Τουλάχιστον με μερικούς από αυτούς που ενώ οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει υπήρχαν παρόλαυτά κάποια σημεία που τέμνονταν. Σε γενικές γραμμές με τους παλιούς μου συμμαθητές συμβαίνει ότι και με τους δικούς σας. Το ένα τρίτο  κατέληξε να είναι πρεζάκια, περιστασιακοί τρόφιμοι ψυχιατρείων, σεκιουριτάδες, καραβανάδες, μπάτσοι και γενικά ότι δεν θέλει η κοινωνία. Το δεύτερο τρίτο κατέληξε δυστυχισμένο να ζει την ζωή που κάποτε ονειρεύτηκαν για αυτό οι γονείς του περιφέροντας την μιζέρια του με ύφος χιλίων Πρετεντέρηδων. Το τρίτο τρίτο είναι αυτό που ζει σπουδάζοντας μέχρι τα τριάντα πέντε του στο πατρικό του σπίτι περιμένοντας να βρεθεί μια δουλειά από μόνη της. Αυτήν την κατηγορία εγώ την βρίσκω οκέι.        

Ο Παύλος λοιπόν είχε την ευαισθησία να φανταστεί ότι ο λόγος που δεν του τηλεφώνησα να του ευχηθώ για τα γενέθλια του ήταν ότι δεν είχα μονάδες ούτε για αναπάντητη. Με πήρε λοιπόν εκείνος. Το να με καλέσει κάποιος για τα γενέθλια του. Το να πιω δηλαδή ξύδια χωρίς να πλερώσω ούτε σέντσι ήταν κάτι αναπάντεχα ευχάριστο. Δέχθηκα λοιπόν με χαρά την πρόσκληση του.

Ο Παύλος είχε όμορφα χαρακτηριστικά. Για κάποιον λόγο όμως, που θα μπορούσε να μας εξηγήσει ίσως ο Νταβίντσι, ο συνδυασμός τους δεν έδινε το ποθητό αποτέλεσμα. Όχι πως ήταν άσχημος αλλά το δίχως άλλο, όπως λένε και στις μεταφράσεις ξενόγλωσσης λογοτεχνίας, δεν είχε επιτυχίες στα κορίτσα. Του έλλειπε μάλλον εκείνη η αρρενωπότητα που κάνει το αγόρι αντιπαθητικό στα υπόλοιπα αγόρια και τα κορίτσια να ξινίζουν με το στυλάκι του αλλά να γαμιούνται μαζί του μετά την πρώτη προσβολή που θα εκσφενδονίσει εναντίον τους.

Έτσι λοιπόν ήταν μεγάλη η έκπληξη αλλά και η χαρά μας όταν τον είδαμε να χαριεντίζεται με μια τύπισσα πραγματική φαμ φατάλ. Βγαλμένη κατευθείαν από εφηβική ονείρωξη του Ταραντίνο. Σκέφτηκα τότε πως μόνο μια τέτοια γυναίκα θα μπορούσε να εκτιμήσει την εσωτερική ομορφιά και την πηγαία ευγένεια του Παύλου. Σκέφτηκα πως αυτή η γυναίκα, πραγματικά σίγουρη για τον εαυτό της δεν χρειάζεται κάποιον χιμπατζή για να φασκελώσει την ανασφάλεια της. Εμφάνιση σαν την Ούμα Θέρμαν στο Pulp Fiction. Δυναμισμός σαν την Ούμα Θέρμαν στο Kill Bill.

Έπεσα όμως κάπως έξω. Δεν θυμάμαι πολλά. Δεν θυμάμαι πότε έφυγε. Δεν θυμάμαι αν έφυγαν μαζί. Δεν θυμάμαι αν τελικά ο Παύλος πλήρωσε τα ποτά. Θυμάμαι μόνο να πίνω. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε εκείνο το βράδυ. Ο Παύλος είχε ξυπνήσει στην γεμάτη πάγο μπανιέρα ενός ξενοδοχείου με μια σαφή εντολή γραμμένη με κραγιόν στον καθρέφτη απέναντι του. "Μην κουνηθείς. Κάλεσε αμέσως το 166". Δεν μάθαμε αν εκείνο το βράδυ ο Παύλος γεύτηκε την χαρά του έρωτα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως κάποιος εκεί έξω κυκλοφορούσε με το νεφρό του.

Τάσσιος Θήτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

για επικοινωνία

tassiosthita@gmail.com